Μπορεί να με απολύσει ο εργοδότης μου λόγω της εγκυμοσύνης μου;

Σύμφωνα με  το άρθρο 15 παρ.1 του ν.1483/1984 "απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθενείας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη".

Εξάλλου κατά το άρθρο 10 του Π.Δ. της 2/15.7.1997 "Μέτρα για την βελτίωση της ασφαλείας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων σε συμμόρφωση με την οδηγία 95/85/ΕΟΚ" (ΦΕΚ Α' 150) 1. "Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων''.

Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η προβλεπόμενη από αυτές προστασία, παρέχεται στην εργαζομένη έγκυο γυναίκα άσχετα από το  αν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη της.

Εξάλλου κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ως σπουδαίος για την καταγγελία λόγος, ο οποίος πρέπει να περιέχεται στο έγγραφο αυτής, που κοινοποιείται στην εργαζόμενη έγκυο από τον εργοδότη, όταν αυτός, ενώ γνωρίζει την εγκυμοσύνη της, επιθυμεί την λύση της σύμβασης εργασίας, θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία κατ' αντικειμενική κρίση καθιστούν, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την περαιτέρω εξακολούθηση της εργασιακής σχέσεως, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματος της εργαζομένης. Τέτοιο γεγονός συνιστά και η πλημμελής ή μη προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων της εγκύου εργαζομένης ή μη συμμόρφωσή της σε οδηγίες του εργοδότη, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτή η  συμπεριφορά της δεν είναι αποτέλεσμα της καταστάσεως της εγκυμοσύνης.