Συνέντευξη με την μουσειοπαιδαγωγό Μαρία Αγγελή
Συναντήσαμε την επιμελήτρια τέχνης και
μουσειοπαιδαγωγό κυρία Μαρία
Αγγελή η οποία συντονίζει πολλές εικαστικές συναντήσεις για
παιδιά σε χώρους τέχνης ή μουσεία.
Μέσα από την εμπειρία και τις γνώσεις της πως
βλέπει την ελληνική πραγματικότητα σε σχέση με τα μουσεία και το κατά πόσο
φιλικά είναι στα παιδιά; Υπάρχουν εκπαιδευτικά προγράμματα, άνθρωποι καταρτισμένοι
και χώροι με ενδιαφέρον;
Το Μουσείο ίσως
είναι μια έννοια που στη συνείδηση των παιδιών είναι κάπως βαρετή. Για
ποιο λόγο θεωρείτε ότι συμβαίνει αυτό;
Λίγες είναι οι περιπτώσεις που
τα παιδιά γνωρίζουν με πληρότητα και ακρίβεια τι είναι ένα μουσείο. Ακόμη και
παιδιά που έχουν επισκεφθεί μουσειακούς χώρους και αίθουσες τέχνης δεν έχουν
κατανοήσει, νιώσει την αποστολή του.
Συχνά οι ενήλικες κατατάσσουν
την προσφορά των μουσειακών χώρων σε χαμηλή θέση σε σχέση με τις προτεραιότητες
τις δικές τους και των ανθρώπων κοντά τους. Κατά συνέπεια, η παρουσίαση της
έννοιας του μουσείου σε ένα παιδί δε γίνεται από την πλευρά τους με εμβάθυνση,
πόσο μάλλον με ενδιαφέρον και αγάπη.
Αγνοούνται συχνά επίσης σημαντικά ‘δώρα’, γνωστικά,
πνευματικά, ψυχικά, … που δίνει μία επίσκεψη ή ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα εκεί,
μια και οι άνθρωποι δεν έχουν δώσει ή αποφεύγουν να δώσουν την ευκαιρία στον
εαυτό τους για επαφή με συλλογές, εκθέματα και το χώρο μουσείων ή τουλάχιστον
να είναι ‘ανοικτοί’ στο ενδεχόμενο είσπραξης ‘δώρων’ μέσα από προσωπικές
ανακαλύψεις.
Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί,
οι άνθρωποι που είναι κοντά στα παιδιά καλούνται να παρουσιάσουν την έννοια και
αποστολή του μουσείου, του χώρου τέχνης, με τρόπο σαφή και δημιουργικό.
Οποιαδήποτε ωραιοποιημένη παρουσίασή του θα αποκαλυφθεί στο μέλλον και το παιδί
τότε ίσως απορρίψει το χώρο τέχνης, μια και κάθε δυνάμει σχέση μαζί του
ξεκίνησε με ένα ή περισσότερα ψέματα.
Τα προφίλ των μουσείων επίσης
επηρεάζουν τη γνώμη του παιδιού για αυτά. Όταν, για παράδειγμα, μια δική τους
επίσκεψη τα έχει φορτώσει στο παρελθόν με πληροφορίες, πολλές από τις οποίες
ακατανόητες ή μακριά από τη ζωή τους, το παιδί καταχωρεί το μουσείο στους
βαρετούς χώρους ή τουλάχιστον στους χώρους που δεν το αφορούν.
Η θετική, υγιής σύνδεση του
μουσείου με το παιδί προϋποθέτει εμπνευσμένη προσέγγιση, είτε μέσα από το
μουσειοπαιδαγωγικό πρόγραμμα του ίδιου του χώρου, είτε από το σχέδιο δράσης και
μάθησης που θα έχει εκπονήσει με αγάπη και έμπνευση ο/η εκπαιδευτικός του
σχολείου, είτε από το κλίμα (προετοιμασία, παιχνίδια, ερωτήματα…) που καλλιεργεί
ο γονέας/κηδεμόνας κάθε φορά πριν και μετά την επίσκεψη.
Από τη στιγμή που θα γίνει
συνείδηση η σύνδεση του μουσείου με την καθημερινή ζωή, το μουσείο μπορεί να
λάβει όμορφη θέση στη ζωή ενός παιδιού, ακόμη και αν τα εκθέματα είναι δύσκολα
ή ‘ακατάλληλα’ ή ‘επικίνδυνα’.
Ακόμη και στις περιπτώσεις που
ένα μουσείο δεν έχει ακόμη εξελιχθεί σε ζωντανό οργανισμό που αναπνέει στην
κοινωνία όπου ανήκει, με ευθύνη, η εμπνευσμένη προσέγγισή του μπορεί να αλλάξει
την εικόνα του ως αποθήκης έργων και παρελθόντος σε χώρο ζωής, σκέψης, δράσης,
ψυχαγωγίας, προβληματισμού, μοιράσματος. Συνειδητοποιημένοι και εμπνευσμένοι
άνθρωποι στη διοίκηση και στο προσωπικό μπορούν να συνδράμουν σημαντικά σε αυτό
το σκοπό.
Υπάρχει κατάλληλη ηλικία για να επισκεφτεί ένα παιδί ένα μουσείο; Ποια είναι αυτή;
Όλες οι ηλικίες είναι
κατάλληλες ή θα έπρεπε να είναι κατάλληλες για τις μουσειακές εκθέσεις. Αυτό
συμβαίνει ακόμη και για εκθέσεις όπου τίθενται θέματα ηθικής ή δυσκολίας κατανόησης,
ακόμη και από το προσωπικό του μουσείου. Ο άνθρωπος που θα φέρει το παιδί στον
κόσμο του μουσείου μπορεί να κάνει την αλλαγή, την οποιαδήποτε θετική ανατροπή
και καλείται να συνειδητοποιήσει το βάρος του ρόλου του, ειδικά στις ‘δύσκολες’
εκθέσεις.
Η παράμετρος «ηλικία» έχει να
κάνει με τον όγκο των ερεθισμάτων και την προσέγγιση των ενοτήτων, εκθεμάτων,
αιθουσών των συλλογών…
Έργα τέχνης,
φωτογραφίες, αρχαιολογικά ευρήματα. Τι είναι αυτό που πιστεύετε ότι αρέσει
περισσότερο στα παιδιά;
Το υλικό του μουσείου είναι η
αφετηρία για ‘διαδρομές’ στο παιδί και στον ενήλικα. Η παρουσίαση αυτών των
διαδρομών, το περιεχόμενό τους, το υλικό τους, η συνύπαρξή τους στο χώρο, η
ίδια η επιμέλεια της έκθεσης, ακόμη και ο αρχιτεκτονικός χώρος του μουσείου
μπορούν να επηρεάσουν τις προτιμήσεις μας. Συχνά η μουσειολογική παρουσίαση
αρχαιοτήτων και το ανάλογο εκπαιδευτικό πρόγραμμα απέχουν από τα ενδιαφέροντα
των παιδιών ή τουλάχιστον απέχουν από το να αποπειραθούν το κέντρισμα της
προσοχής τους και της ενεργούς εμπλοκής τους. Αυτό δε σημαίνει ότι σε μία
εξαιρετική ως προς την επιλογή των έργων και το στήσιμο έκθεση σύγχρονης
εικαστικής τέχνης δεν μπορεί να υπάρξουν φαινόμενα δυσανεξίας από την πλευρά
των παιδιών, αν η παρουσίαση και η πρόσκληση δε δίνουν αφετηρία στις εν λόγω
ψυχικές, συναισθηματικές, νοητικές διαδρομές.
Τα ελληνικά
μουσεία και γενικότερα οι χώροι τέχνης δείχνουν τα τελευταία χρόνια μια
διάθεση, για να δεχτούν μικρούς επισκέπτες. Υπάρχουν πολλά προγράμματα που
αφορούν παιδιά και οικογένειες. Ισχύει κάτι τέτοιο και θεωρείτε ότι είναι
αξιόλογα αυτά τα προγράμματα;
Είναι γεγονός ότι τη σημερινή
εποχή τα προγράμματα για παιδιά και οικογένειες ολοένα
και πληθαίνουν σε μουσεία, πινακοθήκες και άλλους εκθεσιακούς χώρους. Συχνά
παρατηρούνται σχεδιασμοί προγραμμάτων για μαζική προσέλευση παιδιών και χαμηλό
κόστος συμμετοχής που εξισορροπείται από το μεγάλο αριθμό συμμετοχών. Το
γεγονός αυτό απαιτεί την προσοχή μας, μια και η σχέση εντέλει που χτίζεται
ανάμεσα στο παιδί και στο έκθεμα, καθώς και στο μουσείο ως χώρο και έννοια, υπάρχει
κίνδυνος να γίνει επιφανειακή, επιπόλαιη και μακριά από τις προσωπικές του
ανάγκες εξέλιξης.
Ο μεγάλος αριθμός ατόμων
δυσκολεύει τη βαθειά εστίαση και πνευματική εργασία από το παιδί, όσο
εμπνευσμένοι και αν είναι οι εμψυχωτές και καλοδομημένο το πρόγραμμα. Ο χρόνος επίσης,
συμπιεσμένος σε τέτοιες περιπτώσεις, απαγορεύει την ανακάλυψη προσωπικών
ιδιαιτεροτήτων και δυσκολιών, της ιδιαίτερης ματιάς του κάθε παιδιού.
Συχνά λέγεται «Δεν πειράζει.
Αρκεί που είχε μία επαφή το παιδί. Από το τίποτα, … καλύτερα αυτό!» Ερώτημα: Το
παιδί είχε επαφή ή απλά άκουσε πληροφορίες μαζί με άλλα παιδιά, τις οποίες δε
γνωρίζει πώς να διαχειριστεί, και στοιχεία που δεν έχουν δημιουργήσει εγγραφές
μέσα του; Μήπως κάτω από ομαδικά γέλια και επιφανειακά αστεία, από ομαδικές
μεταμφιέσεις και show-off δραστηριότητες
το παιδί φεύγει από την έκθεση, χωρίς να έχει δουλέψει μέσα του τίποτα, ενώ
παράλληλα έχει κάνει λανθασμένες συνδέσεις και συνειρμούς σε σχέση με την
έκθεση, έστω και αν δε βαρέθηκε; Με το φόβο του ‘να μη βαρεθεί το παιδί’, ‘να
περάσει καλά’, όπως λένε οι γονείς συχνά, λησμονείται η ευθύνη, ο ρόλος του
παιδαγωγού, του γονέα, του εμψυχωτή στη διαμόρφωση σκεπτόμενων ανθρώπων, υγιών
συναισθηματικά, μικρών (ή μεγάλων) ερευνητών, χαμογελαστών εσωτερικά ανθρώπων. ‘Το
να περάσει καλά το παιδί’ είναι μεγάλο θέμα συζήτησης, το πότε δηλαδή αληθινά
το παιδί περνά καλά.
Υπάρχουν βέβαια προγράμματα
στα οποία η κινητοποίηση μεγάλων αριθμών παιδιών μπορεί να δώσει δυνατά
συναισθήματα και εμπειρίες στους συμμετέχοντες και τα μαζικά παιχνίδια όχι μόνο
να ‘διασκεδάσουν’ τα παιδιά παράλληλα με τη γνώση αλλά και να αφήσουν το
αποτύπωμά τους που ‘δουλεύει’ και γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας για αρκετό
καιρό στη συνέχεια μέσα στη ζωή των παιδιών. Αυτές οι δραστηριότητες, όταν
καταφέρουν να κρατήσουν τον πυρήνα του στόχου του εκπαιδευτικού προγράμματος
είναι επιτυχείς. Η στόχευση χρειάζεται να είναι ξεκάθαρη εξαρχής, με έμφαση στη
δημιουργία, στη φιλομάθεια, στην ανακάλυψη, στη συνεργασία, στην ανακάλυψη
εαυτού.
Ποια μουσεία
στην χώρα μας θεωρείτε ότι είναι ιδανικά για παιδιά;
Όλα, όταν χτίζεται κατά την
επίσκεψη περιβάλλον ασφάλειας, θετικότητας και πνευματικής επαφής, όταν υπάρχει
στοχευμένη προσέγγιση και δημιουργική, κεφάτη, κατάλληλης μεθοδολογίας συνεργασία
με το παιδί, σεβόμενη τις ανάγκες της προσωπικότητάς του.
Πώς μπορεί ένας
γονιός να προετοιμάσει μια επίσκεψη σε μουσείο με το παιδί του;
Ένα καλό σημείο εκκίνησης
είναι να θέσει ένα βασικό στόχο και μερικούς δευτερεύοντες για την επίσκεψη.
Δεν επισκεπτόμαστε, για παράδειγμα, ένα χώρο επειδή είναι της μόδας ή επειδή
έχουμε ακούσει/διαβάσει ότι είναι καλό για τα παιδιά να επισκέπτονται
μουσειακούς χώρους. Επιλέγουμε να πάμε σε ένα χώρο με το παιδί μας, επειδή για
παράδειγμα η έκθεση βάζει θέματα για το ανθρώπινο σώμα ή ασκεί και λιμάρει τις
αισθήσεις ή θέτει ερωτήματα για την ομορφιά ή…Οι στόχοι καλό είναι να έχουν
αφετηρία όχι μόνο γνωστικά αλλά και συναισθηματικά πεδία του ανθρώπου. Επίσης,
από τη στιγμή που είμαστε κοντά στα παιδιά μπορούμε να επιλέξουμε μία έκθεση,
με βάση ένα θέμα που ‘δουλεύει’ μέσα του εκείνη την περίοδο το παιδί. Αν, για
παράδειγμα, αυτό το θέμα είναι η ανθρώπινη σχέση της φιλίας μπορούμε να
επιλέξουμε μία επίσκεψη σε μουσείο που δίνει τέτοια ερεθίσματα. Ωστόσο, μια ή
περισσότερες δραστηριότητες και παιχνίδια με το ξαδελφάκι του παιδιού μας ή με
το παιδί μιας άλλης μητέρας που επιλέγουμε να επισκεφθούμε μαζί ένα μουσείο
μπορούν να θέσουν ζητήματα εμπιστοσύνης, μοιράσματος, επιλογών και υγιών
ορίων,…μια και όλα αυτά είναι παράμετροι της φιλίας, ανεξάρτητα από τα ίδια τα
εκθέματα και τις συλλογές.
Ποια
στοιχεία μπορούν να εμπλουτίσουν
μια επίσκεψη σε μια έκθεση;
Ο καλός σχεδιασμός πριν την
επίσκεψη, η ευελιξία και άνεση απέναντι σε κάθε αναδυόμενη ανάγκη εκτροπής από
τη σχεδιασμένη δομή στη διάρκεια της επίσκεψης, η προσαρμογή του λόγου, των
παραδειγμάτων, των εξηγήσεων, των αφηγήσεων, των παιχνιδιών στα ερωτήματα που
έρχονται από τα παιδιά, τα παιχνίδια παρατήρησης και θησαυρού, η εμπλοκή του
σώματος, η επιδίωξη της συνεργασίας, η ανάθεση πρωτοβουλιών στα παιδιά, η
διαρκής, θετική και εμπνευσμένη, παρουσία μας κοντά στα παιδιά, τα οποία
αφήνουμε να πρωταγωνιστήσουν στην επίσκεψη και εμείς αρκούμαστε στο ρόλο της
πυροδότησης συναισθημάτων, λόγου και αντι-δράσεων, στην καλλιέργεια ζεστής
ατμόσφαιρας εμπιστοσύνης και ασφάλειας, στη διαρκή προσφορά εμπνεύσεων,
αναφορών, συνδέσεων με τη ζωή και την καθημερινότητα, σε μικρές
ανακεφαλαιώσεις, σε ευτυχείς ανάπαυλες, κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε κουρασμένα
ή κορεσμένα βλέμματα.
Φεύγοντας από
ένα μουσείο, τι είναι αυτό που μένει στο παιδί; Για την ακρίβεια τι είναι
αυτό που θα πρέπει να μένει στο παιδί;
Όταν το παιδί εκφραστεί με το
σώμα του, το δημιουργό-εαυτό του, το λόγο του, το πρόσωπό του μέσα στο μουσείο,
ακριβώς μέσα στην ατμόσφαιρα, στο περιβάλλον της έκθεσης, χωρίς εκπτώσεις στους
στόχους της επίσκεψης, θα φύγει από το μουσείο με συναισθήματα, εικόνες, γνώσεις,
αναφορές στη ζωή του (άρα στοιχεία που το αφορούν), ερωτήματα προς απάντηση,
πνευματικές ζυμώσεις, υλικό προς ανακάλυψη για τη συνέχεια και ενδεχομένως νέες
φιλίες (με άλλα παιδιά, με τους ίδιους τους καλλιτέχνες, εν ζωή ή όχι). Τότε,
το μουσείο μεταμορφώνεται μέσα του από ΕΝΑ στοιχείο σε ΠΟΛΛΑ μαζί μέσα σε ένα
χώρο, σε μια αγκαλιά παλλόμενη και ζωντανή.
Μπορεί τελικώς
στα πλαίσια της επίσκεψης σε ένα μουσείο να συνδυαστεί η ψυχαγωγία με τη
γνώση;
Μια και η γνώση είναι αγωγή
της ψυχής στην ολιστική τουλάχιστον εκπαίδευση, για την επίσκεψη σε ένα μουσείο
οφείλουμε να έχουμε τέτοια αφετηρία, τέτοια προσέγγιση. Στις ημέρες μας, στην
Ελλάδα και στο εξωτερικό υπάρχει μεγάλη προσφορά προγραμμάτων και σημαντικές
απόπειρες για το δέσιμο μουσείου-σχολείου σε στενή συνεργασία των δύο, με άμεση
την ανάγκη για την υποστήριξη της Πολιτείας, ειδικά στο επίπεδο των συνεργασιών.
Προσοχή χρειάζεται και από τις
δύο πλευρές, της προσφοράς και της ζήτησης, για καλή στοχοθεσία και στη
συνέχεια βαθειά εστίαση στους εκάστοτε στόχους. Η αυτοαξιολόγηση του γονέα, του
μουσειοπαιδαγωγού, του εμψυχωτή, του ίδιου του μουσείου μέσω της διεύθυνσης και
του προσωπικού του, σε συνέχεια και με συνέπεια, βελτιώνουν τις συνθήκες στο
σύνολό τους.
Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο
επισκέψεις σε μουσεία να έχουν τροφοδοτήσει θετικά τη σχέση γονέα-παιδιού, τις
σχέσεις ανάμεσα στα παιδιά μιας ομάδας, τη σχέση που έχει το παιδί με τον εαυτό
του αλλά και ο ενήλικας με τον εαυτό του. Ας έχουμε ψύχραιμη, βιωματική,
αληθινή σχέση με τα μουσεία, την Τέχνη και τους χώρους της, για να προχωράμε
όλοι οι ‘παράγοντές’ με διάθεση εξέλιξης,
αυτοβελτίωσης, πλήρωσης.
Η Μαρία Α. Αγγελή είναι επιμελήτρια/θεωρητικός τέχνης, μουσειοπαιδαγωγός,
μέλος της διεθνούς ένωσης τεχνοκριτικών (AICA) και
συντονίστρια βιωματικών σεμιναρίων για όλες τις ηλικίες. Στις επιμελητικές και
εκπαιδευτικές της δράσεις εστιάζει στις ανάγκες του κοινού και στη συμμετοχή
του, στον εκάστοτε τόπο, καθώς και στο διάλογο τέχνης-επιστήμης. Είναι ιδρυτικό
μέλος του φορέα η σ π ε ί ρ α για την προώθηση της ολιστικής και βιωματικής
εκπαίδευσης σε θέματα περιβάλλοντος, εν γένει κοινωνικά, και ειδικά προγράμματα
για τις ανθρώπινες αξίες.
Συνεργάζεται με ελληνικούς
και ευρωπαϊκούς φορείς (τοπική αυτοδιοίκηση, Κέντρα Περιβαλλοντικής
Εκπαίδευσης, μη κυβερνητικούς οργανισμούς, μουσεία, σχολεία, ερευνητικά κέντρα,
συλλόγους κ.λπ.), στο πλαίσιο δημιουργικών, καινοτόμων προγραμμάτων. Την
τελευταία δεκαετία εστιάζει στο διάλογο τέχνης-αυτογνωσίας, στο πνεύμα του
οποίου είναι ο σχεδιασμός και η υλοποίηση βιωματικών σεμιναρίων για παιδιά και
ενήλικες, μεγάλης ή σύντομης χρονικής διάρκειας. Συγκεκριμένα για τα παιδιά
οργανώνει, σε συνέχεια των προγραμμάτων της, εβδομαδιαίες επισκέψεις σε
μουσεία, αίθουσες τέχνης και φορείς πολιτισμού, με παιχνίδια, πειραματισμούς,
αυτοσχεδιασμούς και εικαστική δημιουργία.