Επιπλοκή εγκυμοσύνης: Προεκλαμψία – Σύνδρομο HELLP
Η προεκλαμψια είναι μία σοβαρή πάθηση που επηρεάζει περίπου το 5% των γυναικών στην εγκυμοσυνη και συνήθως ξεκινά μετά την 20η εβδομάδα της εγκυμοσύνης. Η αυξημένη πίεση του αίματος είναι το κύριο σύμπτωμα στην προεκλαμψια αλλά μπορεί να υπάρχουν και άλλα όπως η πρωτεΐνη στα ούρα, ή ανωμαλίες των νεφρών ή του ήπατος.
Η προεκλαμψία, η οποία ονομάζεται και τοξιναιμία της κύησης, αφορά 1% έως 3% των κυήσεων.
Ορισμένες φορές επιπλέκεται από προσβολές του εγκεφάλου, των νεφρών και του ήπατος που φαίνονται στον αιματολογικό έλεγχο.
Το σύνδρομο HELLP χαρακτηρίζεται από σοβαρή ηπατική προσβολή.
Η αντιμετώπισή του πρέπει να είναι άμεση γιατί αποτελεί σοβαρή επιπλοκή της κύησης.
Το σύνδρομο HELLP είναι μια επιπλοκή της προεκλαμψίας.
Ονομάζεται και τοξιναιμία της κύησης και χαρακτηρίζεται από υπέρταση και αυξημένη παρουσία πρωτεΐνης στα ούρα (πρωτεϊνουρία) κατά τη διάρκεια της κύησης.
Η προεκλαμψία είναι νόσος των αγγείων του πλακούντα και προκαλεί μείωση της πρόσληψης σε οξυγόνο και θρεπτικές ουσίες από το έμβρυο και προσβολή των αιμοφόρων αγγείων της μητέρας.
Μπορεί να λάβει διάφορες μορφές ανάλογα με τη σοβαρότητά της και τα όργανα που έχουν προσβληθεί (εγκέφαλος, νεφροί, ήπαρ).
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1982, προκειμένου να χαρακτηρίσει τις προεκλαμπτικές εγκύους με αιμολυτική αναιμία, αύξηση των ηπατικών ενζύμων και ελάττωση του αριθμού των αιμοπεταλίων (Hemolysiselevatedliverenzymes, and low platelets).
Με βάση τη χαρακτηριστική αυτή τριάδα ευρημάτων, το σύνδρομο ταξινομείται σε δύο κατηγορίες: το μερικό σύνδρομο HELLP, το οποίο εμφανίζει τη μία ή τις δύο ανωμαλίες (όπως και στη δική μας περίπτωση) και το σύνδρομο HELLP στην πλήρη του μορφή, που εμφανίζει και τις τρεις κλασικές διαταραχές ( αιμόλυση , αύξηση των ηπατικών ενζύμων και ελάττωση των αιμοπεταλίων).
Υπερτασική νόσος της κύησης ονομάζεται η παθολογική εκείνη κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από αρτηριακή υπέρταση (επίπεδα αρτηριακής πίεσης ≥ 140 / 90 mmHg), άλλοτε άλλου βαθμού λευκωματουρία και οίδημα και η οποία εμφανίζεται συνήθως σε προχωρημένη κύηση.
Πρόκειται για επιπλοκή, η οποία στις βαρύτερες μορφές της προκαλεί σημαντική αύξηση της νοσηρότητας και θνησιμότητας τόσο του εμβρύου όσο και της μητέρας.
Κύηση η οποία επιπλέκεται με υπέρταση χαρακτηρίζεται ως κύηση υψηλού κινδύνου.
Η υπερτασική νόσος της κύησης είναι γνωστή από τον 18ο αιώνα και κατά καιρούς έλαβε διάφορες ονομασίες, όπως σπασμοί της κύησης, σπασμοί της λοχείας, τοξιναιμία της κύησης, προεκλαμψία.
Ο όρος υπερτασική νόσος της κύησης θεωρείται ο πλέον δόκιμος και έχει γίνει γενικά αποδεκτός, αρκετά συχνά, όμως, χρησιμοποιείται και ο όρος προεκλαμψία.
Κατά την κύηση, ιδιαίτερα κατά το 2ο τρίμηνο, παρατηρείται σημαντική αύξηση του όγκου του αίματος και του όγκου παλμού της εγκύου.
Αντίθετα, παρατηρείται ελάττωση της αρτηριακής πίεσης και περιφερική αγγειοδιαστολή λόγω ελάττωσης των περιφερικών αντιστάσεων.
Στην υπερτασική νόσο πολλοί από τους παράγοντες, που ρυθμίζουν τις περιφερικές αγγειακές αντιστάσεις, όπως οι προσταγλανδίνες ή το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης, μεταβάλλονται σημαντικά κατά την διάρκεια της κύησης με αποτέλεσμα την διαταραχή της ισορροπίας αγγειοσυσπαστικών-αγγειοδιασταλτικών ουσιών, την αύξηση των αντιστάσεων και τελικά την εμφάνιση υπέρτασης.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της προεκλαμψίας έχει ως στόχο την πρόληψη εκδήλωσης της βαριάς μορφής της νόσου, καθώς και την πρόληψη των σοβαρών επιπλοκών της μητέρας και του εμβρύου.