Η Νεράιδα των Χριστουγέννων
Tα Χριστούγεννα πλησίαζαν και τα παιδιά στην τάξη της κας Μαίρης μιλούσαν με πολλή χαρά για τη στιγμή που θα γυρνούσαν σπίτι για να περάσουν τις γιορτινές αυτές διακοπές.
«Θα πάω στο φεστιβάλ των Χριστουγέννων, δήλωσε με ενθουσιασμό ο Αλέξανδρος και η μητέρα μου θα κάνει πάρτι και η θεία μου επίσης. Θα περάσω υπέροχα στο σπίτι μου»!
«Ο θείος μου θα μου κάνει δώρο ένα ζευγάρι πατίνια, είπε με χαρά ο Χάρις».
«Ο πατέρας μου θα μου πάρει ποδήλατο, πετάχτηκε και ο Γιώργος».
«Θα το φέρεις στο σχολείο μαζί σου; Ρώτησε ο Χάρις.
«Βέβαια λέει ο Γιώργος, αν μου το επιτρέψει η κα Μαίρη».
«Λοιπόν Θανάση πως θα περάσεις εσύ τις διακοπές σου; φώναξε ο Αλέξανδρος».
«Θα μείνω εδώ απάντησε λυπημένα εκείνος».
«Γιατί; ρώτησαν τα παιδιά»
«Γιατί οι γονείς μου είναι μακριά και δεν μπορώ να πάω, απάντησε ο Θανάσης».
«Εντάξει αλλά δεν έχεις άλλους συγγενείς που μένουν πιο κοντά; τον ρώτησε ο Αλέξανδρος»
«Όχι, είπε ο Θανάσης».
«Τι κρίμα του είπε τότε ο Αλέξανδρος. Εγώ αν δεν θα μπορούσα να πάω σπίτι τα Χριστούγεννα νομίζω ότι θα καθόμουν κάτω για να πεθάνω»!
«Όχι βέβαια δεν νομίζω του είπε ο Θανάσης. Ασφαλώς και θα ήσουν πολύ λυπημένος αλλά όχι και να πεθάνεις. Θα το ξεπερνούσες με την ελπίδα ότι κάτι καλύτερο θα συμβεί τον καινούργιο χρόνο ή η καλή νεράιδα θα…»
«Δεν υπάρχουν νεράιδες τον διέκοψε ο Αλέξανδρος». «Ξέρεις θα ζητήσω από την μητέρα μου να έρθεις μαζί μου σπίτι».
«Θα το κάνεις πράγματι ρώτησε έκπληκτος ο Θανάσης».
«Βέβαια απάντησε ο Αλέξανδρος. Η μητέρα μου θα πει ναι και θα περάσουμε πολύ όμορφα».
Σε λίγες ημέρες η μητέρα του Αλέξανδρου απάντησε:
«Αγαπημένε μου Αλέξανδρε,
Λυπάμαι πολύ αλλά η μικρή αδελφή σου έχει οστρακιά και δεν μπορείς να έρθεις σπίτι. Αποφασίσαμε με τον πατέρα σου ότι το καλύτερο για σένα αυτή τη στιγμή είναι να μείνεις στο σχολείο. Θα σου στείλουμε βέβαια το Χριστουγεννιάτικο δώρο σου.
Ασφαλώς δεν θα περάσεις τόσο όμορφα όπως στο σπίτι, αλλά πρέπει να προσπαθήσεις, αυτό θα μας βοηθήσει σε αυτή την κακή στιγμή.
Πες στον Θανάση ότι στέλνω και σε εκείνο το δώρο του και πες του ότι αισθάνομαι καλύτερα γιατί ξέρω ότι δεν θα είσαι μόνος σου».
Όταν έλαβε το γράμμα αυτό ο Αλέξανδρος έσβησαν όλες οι ελπίδες του για να περάσει όμορφες γιορτές στο σπίτι του. Έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του και έκλαψε πολύ. Ο Θανάσης προσπαθούσε να τον παρηγορήσει, ώσπου ο Αλέξανδρος του έδωσε να διαβάσει το γράμμα.
Όταν το διάβασε κατάλαβε τη θλίψη του φίλου του και του είπε: «Μη στενοχωριέσαι μόλις η αδελφή σου γίνει καλά θα μπορείς να πας στο σπίτι σου».
Όμως και η κα Μαίρη είπε στον Αλέξανδρο ότι: «λυπάμαι πολύ που δεν θα φύγεις, αλλά δείτε τι συνέβη. Ο Θανάσης νόμιζε ότι θα περάσει μόνος του τα Χριστούγεννα, όμως τώρα θα είναι με τον φίλο του. Προσπάθησε να δεις τη φωτεινή πλευρά Αλέξανδρε. Και να θυμάσαι πόσο χειρότερα θα ήταν αν έμενες μόνος σου».
«Δεν μπορώ να μην λυπάμαι κυρία, απάντησε ο Αλέξανδρος».
«Και βέβαια όχι του είπε εκείνη. Αυτό θα ήταν πράγματι περίεργο. Αλλά σκέψου και τη μητέρα σου και προσπάθησε να της απαντήσεις όσο πιο χαρούμενα μπορείς».
Η τελευταία μέρα του σχολείου έφτασε, και τα παιδιά ένα – ένα έφυγαν για το σπίτι τους. Μόνον ο Αλέξανδρος και ο Θανάσης έμειναν. Ποτέ δεν είχαν φανταστεί ότι το κτήριο του σχολείου ήταν τόσο μεγάλο!
«Είναι χάλια, είπε ο Αλέξανδρος στον Θανάση, σκέψου τώρα θα πηγαίναμε σπίτι».
«Απλά σκέψου και εσύ, του απάντησε ο φίλος του, πως θα ήταν να ήμουν τώρα ολομόναχος εδώ».
Η βραδιά πέρασε και τα δύο αγόρια πήγαν για ύπνο. Μίλησαν αρκετά προσπαθώντας να παρηγορήσουν και να ενθαρρύνουν ο ένας τον άλλον. Και έτσι ήρθε η καινούργια μέρα.
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων.
Νωρίς το πρωί έφτασε το μεγάλο δέμα με το δώρο των παιδιών. Και λίγο αργότερα χτύπησε το κουδούνι και κάποιος ζητούσε τον Θανάση.
Ο Θανάσης πήγε στην πόρτα και έπεσε στην αγκαλιά μιας ψηλής όμορφης κυρίας, φωνάζοντας Θεία Έλλη θεία Έλλη. Ήταν η αγαπημένη του θεία που έμενε όμως στην Αυστραλία.
Εκείνη τότε του εξήγησε, ότι μόλις είχαν έρθει με το σύζυγό της και ότι θα τον έπαιρναν μαζί τους για τις γιορτές των Χριστουγέννων.
Ο Θανάσης χάρηκε πάρα πολύ αλλά απάντησε ότι δυστυχώς δεν μπορούσε να πάει μαζί τους και να αφήσει τον Αλέξανδρο μόνο του.
Και τους εξήγησε τι είχε συμβεί. Η θεία του τον κοίταξε για μερικά λεπτά έκπληκτη αλλά μετά τον αγκάλιασε και του είπε ότι: « Αγαπημένο μου παιδί, δεν θα αφήσεις τον φίλο σου μόνο του. Θα έρθει και αυτός μαζί μας. Δεν είσαι ακόμη αρκετά μεγάλος, αλλά θέλω να σου διδάξω και να καταλάβεις κάτι πολύ καλά, ότι η καλοσύνη δεν πάει ποτέ χαμένη σε αυτόν τον κόσμο».
Έτσι τα δύο αγόρια διαπίστωσαν ότι πράγματι υπάρχει η νεράιδα των Χριστουγέννων!
Μια ιστορία από τον John Strange Winter.
Πηγή apples4theteacher.com