Το μαύρο θέατρο της Πράγας στο Μέγαρο
Αντικείμενα που μετακινούνται μόνα τους,
που αιωρούνται ή πλησιάζουν το… κοινό. Ηθοποιοί που πετούν, συρρικνώνονται ή
και εξαφανίζονται. Λίγη από τη μαγεία του Εθνικού Μαύρου Θεάτρου της Πράγας
ταξιδεύει μέχρι την σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 18-19 και 20
Δεκεμβρίου (Θα προηγηθούν παραστάσεις για σχολεία στις 15, 16, 17 και 18/12).
«Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του Lewis Carroll και «Τα ταξίδια
του Γκιούλιβερ» του Jonathan Swift ιστορίες που έτσι και αλλιώς ονειροβατούν
ανάμεσα στο φανταστικό και στο πραγματικό που το «Μαύρο Θέατρο» παρουσιάζει μ’
ένα μοναδικό τρόπο.
Τι είναι το μαύρο θέατρο
Η αρχή της
σκηνικής τεχνικής του «μαύρου θεάτρου» βασίζεται σ’ ένα οπτικό τέχνασμα γνωστό
ως το «τέχνασμα του μαύρου κουτιού», το οποίο εκμεταλλεύεται την ατέλεια του
ανθρώπινου ματιού που δεν μπορεί να ξεχωρίσει το μαύρο πάνω στο μαύρο. Ηθοποιοί
ντυμένοι στα μαύρα που κινούνται μπροστά από ένα μαύρο φόντο, είναι αόρατοι για
το κοινό. Ακολουθώντας την ίδια αρχή, διάφορες μηχανικές κατασκευές κρύβονται
από το κοινό. Με αυτόν τον τρόπο αντικείμενα και σκηνικά στηρίγματα που
χειρίζονται οι «μαύροι ηθοποιοί» μπορούν έτσι να μετακινούνται μόνα τους,
μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Οι ηθοποιοί μπορούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια της
έλξης της γης ώστε να τους βλέπουμε να πετούν στον αέρα, ακόμη και να
πλησιάζουν το κοινό, ενώ άψυχα αντικείμενα ζωντανεύουν.
Η αρχή της ιστορίας του τεχνάσματος
του μαύρου κουτιού βρίσκεται κάπου στην Κίνα όπου το χρησιμοποιούσαν για τη
διασκέδαση του αυτοκράτορα. Από εκεί ταξίδεψε στην Ιαπωνία για να βρει εφαρμογή
στο κουκλοθέατρο «bunrak». Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Georges Méliès
χρησιμοποίησε το τέχνασμα του μαύρου κουτιού για να δημιουργήσει εφέ στις
ταινίες του. Στην πρωτοπορία της δεκαετίας του ‘50, οι Γάλλοι καλλιτέχνες του
κουκλοθέατρου εφάρμοσαν τεχνάσματα με στηρίγματα και ηθοποιούς ντυμένους στα
μαύρα, ενώ ένας από αυτούς, ο Georges Lafaye, θεωρήθηκε ο ιδρυτής αυτού που θα
γινόταν το «μαύρο θέατρο». Δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τους πολυάριθμους,
παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτες που χρησιμοποίησαν αυτή τη σκηνική τεχνική για να
εντείνουν τον αντίκτυπο των έργων τους. Ανάμεσα σ΄ αυτούς ο K. S. Stanislavski,
στις παραγωγές του Blue Bird, οι
οποίες απέσπασαν θαυμάσιες κριτικές. Ως νέα θεατρική γλώσσα έγινε παγκόσμια
γνωστή, κατά κύριο λόγο μέσα από τη δουλειά των θιάσων μαύρου θεάτρου της
Τσεχίας.
Σύμφωνα με την
μουσικολόγο Μαρία Μπελίδου «το
σίγουρο είναι πως οι ρίζες του «Μαύρου Θεάτρου» χάνονται στις αυτοκρατορικές
αυλές τις Ασίας. Σύμφωνα με την παράδοση πρωτοεμφανίστηκε στην αρχαία Κίνα όπου
μάγοι-ταχυδακτυλουργοί, χρησιμοποιώντας μια ιδιαίτερη τεχνική, αυτή του «μαύρου
δωματίου» ή «μαύρου κουτιού», μπορούσαν να ξεγελάσουν και να δημιουργήσουν
σκηνές οφθαλμαπάτης στο θεατή. Ντυμένοι στα μαύρα ώστε να μην φαίνονται και
μέσα σε ένα χώρο καλυμμένο παντού με μαύρο βελούδο, κινούσαν διάφορα
αντικείμενα μπροστά από ένα αμυδρό φως κεριών.
Το αποτέλεσμα ήταν να
δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι αυτά πετούν και κινούνται μόνα τους». Η ίδια
προσθέτει ότι «γύρω στο 18ο αιώνα η τεχνική αυτή πέρασε στην
Ιαπωνία, χρησιμοποιήθηκε στο γιαπωνέζικο κουκλοθέατρο «Bunraku» και αργότερα
εξαπλώθηκε στην Ευρώπη.
Διάφορες παραλλαγές της υιοθετήθηκαν και στα πρώτα
χρόνια του κινηματογράφου, όταν σκηνοθέτες. όπως ο Georges Méliès. πειραματίζονταν
με τις κινηματογραφικές τεχνικές. Το 1961 ο Τσέχος σκηνοθέτης, σκηνογράφος,
μουσικός και ηθοποιός Jiří Srnec, με αφορμή τη διδακτορική του διατριβή στην
Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Πράγας, άρχισε να πειραματίζεται με το «μαύρο
φως», τις τεχνικές του «μαύρου κουτιού» και τις εφαρμογές του στη θεατρική
σκηνή. Ταυτόχρονα ίδρυσε τον πρώτο θίασο «Μαύρου Θεάτρου» στην Πράγα,
δημιουργώντας έτσι τις βάσεις ώστε η πόλη να εξελιχθεί στο κέντρο αυτής της
τόσο ιδιαίτερης και αγαπητής μορφής θεάτρου».