Καρκίνος αιδοίου-κόλπου
Αιδοίο ορίζεται ως η περιοχή των εξωτερικών γεννητικών οργάνων μιας γυναίκας, που περιλαμβάνουν τα μεγάλα χείλη, τα μικρά χείλη, την κλειτορίδα και την είσοδο του κόλπου (άνοιγμα του κόλπου). Ο καρκίνος του αιδοίου ορίζεται ως κακοήθης εξαλλαγή των κυττάρων που επενδύουν το αιδοίο και μπορεί να αναπτυχθεί σε οιοδήποτε από τα εξωτερικά γεννητικά όργανα, για παράδειγμα τα χείλη ή την κλειτορίδα.
Όπως και για τον καρκίνο του τραχήλου, ο καρκίνος του αιδοίου απαιτεί χρόνο για να αναπτυχθεί και συνήθως προηγούνται αλλοιώσεις του αιδοίου, οι οποίες ορίζονται ως ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία του αιδοίου (VIN). Όπως και στην τραχηλική ενδοεπιθηλιακή νεοπλασία (CIN), η VIN συχνά χωρίζεται σε τρία στάδια που αντανακλούν το βάθος της αλλοίωσης:
- VIN 1 – προσβάλλεται μόνο το ένα τρίτο του πάχους της επιφανειακής στοιβάδας του αιδοίου
- VIN 2 – επηρεάζονται τα δύο τρίτα του πάχους της επιφανειακής στοιβάδας του αιδοίου
- VIN 3 – επηρεάζεται ολόκληρο το πάχος της επιφανειακής στοιβάδας του αιδοίου.
Σήμερα, οι περισσότερες γυναίκες με αλλοιώσεις του αιδοίου διαγνώσκονται με VIN 3.
Η VIN και ο καρκίνος του αιδοίου προκαλούνται κυρίως από λοίμωξη με HPV, παρόλο που άλλοι παράγοντες όπως το κάπνισμα και η ανοσολογική ασθένεια, επηρεάζουν επίσης την εμφάνιση της νόσου. Η σχετιζόμενη με HPV VIN προκαλείται κυρίως από HPV 6, 11, 16 και 18, ενώ ο καρκίνος του αιδοίου προκαλείται κυρίως από HPV 16 και 18.
Στις Η.Π.Α, ο καρκίνος του αιδοίου εκτιμάται ότι ευθύνεται για 3–4% των περιπτώσεων γυναικολογικής κακοήθειας. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν ανάλογα δεδομένα για την Ευρώπη.
Παραδοσιακά, η VIN και ο καρκίνος του αιδοίου θεωρούνταν ασθένειες των μεγαλύτερων σε ηλικία γυναικών (ιδίως αυτών άνω των 50 ετών). Πρόσφατα επιδημιολογικά δεδομένα, εντούτοις, αποκάλυψαν ότι η συχνότητα εμφάνισης της VIN και του καρκίνου του αιδοίου αυξάνεται στις νεαρές γυναίκες σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως αντανακλάται από τα αποτελέσματα του προγράμματος Επαγρύπνησης, Επιδημιολογίας και Τελικών Αποτελεσμάτων (SEER) στις Η.Π.Α, το Μητρώο Καρκίνου στη Νορβηγία και διάφορα εξειδικευμένα ιδρύματα στην Αυστρία, στη Νέα Ζηλανδία και στην Ελλάδα. Η αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης της νόσου θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα της λοίμωξης με ιό ανθρώπινων θηλωμάτων, γεγονός που μπορεί να σημαίνει μεταβολή στις σεξουαλικές σχέσεις (όπως ύπαρξη πολλαπλών συντρόφων). Παρομοίως, ιστορικό γεννητικών κονδυλωμάτων, προδιηθητικού καρκίνου του τραχήλου και καπνίσματος έχουν επίσης αναφερθεί ως παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση VIN.
Παρόλο που υπάρχουν περιορισμένα δημοσιευμένα δεδομένα για τη συχνότητα εμφάνισης του καρκίνου του αιδοίου στην Ευρώπη, υπολογισμοί που χρησιμοποιούν τις τιμές της διάμεσης συχνότητας εμφάνισης της νόσου για διαφορετικές ευρωπαϊκές περιοχές δείχνουν ότι υπάρχουν παρόμοιοι αριθμοί κρουσμάτων στην Ευρώπη (ορίζεται ως τα 25 κράτη μέλη με την προσθήκη Ισλανδίας, Νορβηγίας και Ελβετίας).
Μετά τη διάγνωση VIN 3/καρκίνου του αιδοίου, διεξάγονται εξετάσεις προκειμένου να καθοριστεί εάν τα κακοήθη κύτταρα έχουν διαδοθεί στο αιδοίο ή σε άλλα μέρη του σώματος. Η διαδικασία που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της εξάπλωσης ή όχι του καρκίνου ορίζεται ως σταδιοποίηση. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε το στάδιο της νόσου, καθώς αυτό επηρεάζει τις πιθανές θεραπευτικές επιλογές.
Η ταξινόμηση σταδιοποίησης της FIGO χρησιμοποιείται για να καθορίσει πόσο έχει εξελιχθεί η νόσος, με το στάδιο 0 να είναι η λιγότερο προχωρημένη νόσος και το στάδιο IV να είναι το πιο προχωρημένο στάδιο της νόσου.
Στο στάδιο 0, το οποίο αναφέρεται ως VIN 3/καρκίνωμα in situ, τα κακοήθη κύτταρα εντοπίζονται μόνο στην επιφάνεια του αιδοίου. Έως το στάδιο VI, ωστόσο, η νόσος έχει εξαπλωθεί από το αιδοίο σε απομακρυσμένα όργανα.
Υπάρχουν διάφορες θεραπευτικές επιλογές και όσο νωρίτερα ανιχνεύεται η νόσος τόσο μεγαλύτερη είναι η επιτυχία της θεραπείας. Για παράδειγμα, οι ασθενείς με καρκίνο του αιδοίου σταδίου 0 έχουν διάφορες διαφορετικές θεραπευτικές επιλογές (όπως αφαίρεση των μη φυσιολογικών κυττάρων, απλή εκτομή αιδοίου ή τοπική χημειοθεραπεία) και έχουν ποσοστό επιβίωσης στα 5 έτη σχεδόν 100%. Καθώς εξελίσσεται η νόσος οι θεραπείες καθίστανται περισσότερο σύνθετες (π.χ., εκτενέστερη χειρουργική επέμβαση και πολλαπλές συγχορηγούμενες ή συνεχόμενες θεραπείες) και μειώνεται το ποσοστό επιβίωσης στα 5 έτη. Για παράδειγμα, για ασθενείς με καρκίνο του αιδοίου σταδίου III, το ποσοστό επιβίωσής τους μπορεί να είναι μόλις 30%.
Αν και τα ποσοστά επιτυχίας των θεραπευτικών προσεγγίσεων είναι ενθαρρυντικά, η επίδραση θεραπειών όπως η ακτινοβολία, η χημειοθεραπεία και η χειρουργική επέμβαση μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.