Μπορούν μαθητές με δυσλεξία να μάθουν αγγλικά ως ξένη γλωσσά;
«Μαμά, εγώ θα μπορέσω να μάθω αγγλικά όπως τα άλλα παιδιά της τάξης ;» Σε κοιτάζει με απορία και θλίψη, γιατί έχει δυσλεξία και στην τάξη των αγγλικών το μόνο που κάνει είναι να . . . ζωγραφίζει!
Γιατί όπως λέει …. « η κυρία μιλάει πολύ γρήγορα», «δεν προλαβαίνω να γράψω και να καταλάβω», και «όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου και μπερδεύονται…».
Πώς μπορούμε λοιπόν να βοηθήσουμε ένα έξυπνο και ικανό παιδί με δυσλεξία να πετύχει σε μια τόσο σημαντική δεξιότητα για τη ζωή όπως αυτή της εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας; Σίγουρα πάντως όχι με το συμβατικό τρόπο διδασκαλίας που θυμίζει κάτι από… «σελίδα 5, άσκηση 6, Κωστή διάβαζε…».
Δεν είναι λίγοι οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί που εκφράζουν τις αμφιβολίες τους για το εάν τα παιδιά με δυσλεξία θα πρέπει να μαθαίνουν ξένες γλώσσες, δεδομένου της δυσκολίας τους στην μητρική τους γλώσσα.Είναι αλήθεια ότι τα προβλήματα στην ανάγνωση και γραφή (φωνολογική επίγνωση) στην μητρική γλώσσα ενός παιδιού με δυσλεξία κάνουν την εκμάθηση της ξένης γλώσσας ακόμα πιο δύσκολη.
Συγκεκριμένα, όλες οι αδυναμίες στη γραμματική στο συντακτικό και σε όλες τις γλωσσικές παραμέτρους μεταφέρονται και εμποδίζουν την εξέλιξη του στις ξένες γλώσσες. Παρολαυτά, για τους εκπαιδευτικο ύς που πιστεύουν στο δικαίωμα όλων των παιδιών να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στην εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας που είναι πλέον απαραίτητη δεξιότητα στη ζωή όλων των ανθρώπων, το δίλλημα δεν εντοπίζεται στο εάν θα πρέπει να τη διδάσκονται αλλά στο πώς θα μπορούσε αυτό να γίνει αποτελεσματικά.
Σύμφωνα με μελέτες τα Αγγλικά είναι η πιο δύσκολη γλώσσα για τα άτομα με δυσλεξία.
Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί η αγγλική γλώσσα είναι μια μη φωνητική γλώσσα (άλλα διαβάζουμε και άλλα γράφουμε), έχει 26 γράμματα με 44 ήχους (!), χαρακτηρίζεται ως αδιαφανής λόγω του ότι δε διδάσκονται οι ορθογραφικοί και φωνολογικοί της κανόνες ενώ θα έπρεπε και έχει γραφήματα με καθρεφτικές διαφορές και ομοιότητες ( b, d, p, q, g) που δυσκολεύουν πολύ τα άτομα με δυσλεξία τόσο στην ανάγνωση όσο και στην γραφή. Σε σχέση με την ελληνική γλώσσα που είναι φωνητική, τα λάθη που παρουσιάζουν οι μαθητές με δυσλεξία διαφέρουν. Στην μεν ελληνική τα λάθη είναι γραμματικά, ενώ στην αγγλική τα λάθη είναι κυρίως φωνολογικά. Σύμφωνα με έρευνες λοιπόν το μάθημα πρέπει απαραίτητα να προσαρμόζεται στις ανάγκες, ενδιαφέροντα, ικανότητες, μαθησιακό στυλ (learning style) και μαθησιακή ετοιμότητα στα αγγλικά του κάθε παιδιού, όπως ορίζουν οι βασικές αρχές της τεχνικής της διαφοροποιημένης διδασκαλίας που χρησιμοποιείτε σε ποιοτικούς χώρους παγκοσμίως. Για τους παραπάνω λόγους είναι αυτονόητο ότι η αγγλική ως ξένη γλώσσα μπορεί να διδαχτεί αποτελεσματικά σε μαθητές με δυσλεξία μόνο από καθηγητές αγγλικών ή ειδικούς παιδαγωγούς με εξειδίκευση ή επιμόρφωση στις ειδικές μαθησιακές ανάγκες.
Επιπλέων, σύμφωνα πάντα με έρευνες, ο «πολυαισθητηριακός» τρόπος διδασκαλίας βοηθά πολύ και είναι απαραίτητος στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας σε παιδιά με δυσλεξία και άλλες ειδικές μαθησιακές ανάγκες (ΕΜΑ) ενώ ταυτόχρονα είναι ευεργετικός για όλους τους μαθητές της τάξης. Ο εκπαιδευτικός εκτός από τη λεκτική διδασκαλία πρέπει να χρησιμοποιεί χρώμα, εικόνα, ήχο, αφή και σώμα σε μια προσπάθεια παρουσίασης του μαθήματος (γραμματική, λεξιλόγιο, συντακτικό) με βιωματικό «ζωντανό» τρόπο, διότι όταν διδάσκει μόνο με λεκτικές οδηγίες όλα περνάνε πολύ «άτονα» στη αντίληψη του μαθητή με δυσλεξία, με αποτέλεσμα να χάνει το ενδιαφέρον του, να αποθαρρύνεται και να μειώνετε πολύ η επίδοση του. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι μόνο ότι μπορέσει να βιώσει και να αισθανθεί ο μαθητής με δυσλεξία, θα καταφέρει τελικά να κατανοήσει και να μάθει. Σε αυτή την προσπάθεια βοηθά πολύ η χρήση διαδραστικών πινάκων, η χρήση υλικού όπως πλαστελίνη και ελαστικά αντικείμενα που μπορούν να παίρνουν διάφορες μορφές και να οπτικοποιούν αφηρημένες έννοιες, η χρήση συγκεκριμένων βιβλίων και υλικού που βοηθούν στη διδασκαλίας της αγγλικής σε παιδιά με δυσλεξία, καθώς επίσης η χρήση της κίνησης του σώματος και της αφής ως υποστηρικτικό μέσο ενδυνάμωσης κάθε γλωσσικής πληροφορίας.
Όσον αφορά στην ανάγνωση που αποτελεί και τη βασικότερη δεξιότητα που ο μαθητής με δυσλεξία χρειάζεται υποστήριξη και ενίσχυση, ο εκπαιδευτικός οφείλει να βοηθήσει στη φωνολογική επίγνωση της γλώσσας δίνοντας κανόνες και ασκήσεις που θα βοηθήσουν στην αποκωδικοποίηση του γραπτού λόγου σε προφορικό. Γι’ αυτό οι εκπαιδευτικοί πρέπει να δίνουν σαφείς κανόνες στα παιδιά, εξηγώντας γιατί π.χ. το «plane» διαβάζεται «πλέ΄ι΄ν» και όχι «πλάνε». Θα ήταν μάταιο να περιμένουν ότι οι μαθητές με δυσλεξία θα το μάθουν επειδή «έτσι διαβάζεται η λέξη…», μια που οι δυσλεξικοί δεν μπορούν να αυτοματοποιήσουν την ανάγνωση των λέξεων χωρίς να τους δίδονται συγκεκριμένοι κανόνες φωνολογικής αποκωδικοποίησης.
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι τα παιδιά με δυσλεξία μπορούν να πετύχουν στην εκμάθηση της αγγλικής ως ξένη γλώσσας εάν ο εκπαιδευτικός είναι κατάλληλα εκπαιδευμένος ώστε η διδασκαλία του να ‘αγγίζει’ αποτελεσματικά παιδιά με ειδικές μαθησιακές ανάγκες. Ας μην ξεχνάμε ότι οι μαθητές με δυσλεξία έχουν φυσιολογική ή και άνω του μέσου όρου νοημοσύνη και αν δεν μπορούν να μάθουν με τον τρόπο που εμείς διδάσκουμε, τότε προφανώς πρέπει να μάθουμε να διδάσκουμε με τον τρόπο που εκείνοι μαθαίνουν.