Τι μπορώ να κάνω για να στηρίξω το ανήκοο (κωφό) παιδί μου;
Συμβαίνει αρκετές φορές να προκύπτει ένα ανήκοο (κωφό) παιδί στην οικογένεια, είτε εκ γενετής, είτε λόγω έντονης μείωσης ή απώλειας της ακοής σε προσχολική ηλικία. Η ιατρική διάγνωση της ανηκοΐας είναι ένα αιφνίδιο γεγονός που φέρνει τους γονείς σε απόγνωση. Ανατρέπονται δεδομένα, γκρεμίζονται προσδοκίες, διαταράσσεται το οικογενειακό κλίμα και οι γονείς νοιώθουν να επωμίζονται ένα τεράστιο βάρος που δεν ξέρουν καλά-καλά αν μπορούν να τό αντέξουν.
Αρχίζουν να βασανίζονται από ερωτήματα, όπως: «Πώς θα επικοινωνήσω με το παιδί μου;», «Θα μέ καταλαβαίνει;», «Πώς θα μορφωθεί;», «Τί θα γίνει, όταν μεγαλώσει κ αι πρέπει να βρει δουλειά;», «Θα μπορέσει να ενταχθεί στο κοινωνικό του περιβάλλον;», «Θα καταφέρει να πραγματοποιήσει τα όνειρα και τους στόχους του;», και άλλα παρόμοια.
Κι όμως, όλοι οι γονείς που έχουν ανήκοο παιδί μπορούν να κάνουν πολλά. Μπορούν να στηρίξουν το παιδί τους, για να γίνει ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Πώς;
Το πρώτο και απόλυτα αποφασιστικό βήμα είναι να δεχτούν νηφάλια και ψύχραιμα την ιδιαιτερότητα του παιδιού τους, αναγνωρίζοντας ότι το παιδί τους είναι πρώτα παιδί και μετά ανήκοο. Έχει τεράστια σημασία αυτή η στάση. Όταν αναγνωρίζω το παιδί μου πρώτα ως παιδί μου και μετά ως ανήκοο, βάζω σε πρώτη προτεραιότητα την αναπτυσσόμενη προσωπικότητα, τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις ικανότητες του παιδιού μου, έτσι ώστε δεν παγιδεύομαι στον φαύλο κύκλο της εμμονής στην ανηκοΐα.
Σε επόμενο στάδιο οι γονείς οφείλουν να επικεντρώσουν την προσοχή τους στην ιδιαιτερότητα του παιδιού, να δουν όχι αυτό που λείπει, αλλά αυτό που προβάλλει, να τό αξιοποιήσουν δημιουργικά. Να ξεκολλήσουν από το τί δεν μπορεί να κάνει το παιδί, συνειδητοποιώντας το τί μπορεί αυτό να κάνει. Το παιδί δεν ακούει μεν, αλλά βλέπει. Η όρασή του οξύνεται, αφού εξερευνά το περιβάλλον του κυρίως με τα μάτια – χωρίς να παραβλέπεται και η σημασία των υπόλοιπων αισθήσεων που έχει. Οι γονείς, λοιπόν, θα αναζητήσουν ένα τρόπο επικοινωνίας με το παιδί μέσα από την οπτική αντίληψη και την κινητική έκφραση. Το πιο φυσικό βήμα που μπορούν να κάνουν οι γονείς είναι να εκμάθουν την ελληνική νοηματική γλώσσα σε κάποιο κέντρο διδασκαλίας από τα πολλά που λειτουργούν στην χώρα μας.
Μαθαίνοντας την νοηματική, οι γονείς είναι σε θέση να επικοινωνούν με το παιδί τους. Αλληλεπιδρούν γλωσσικά με το παιδί τους με έναν οπτικοκινητικό τρόπο που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον συνήθη ακουστικοφωνητικό τρόπο που επικοινωνούν οι περισσότεροι άνθρωποι μεταξύ τους. Οι νοηματικές γλώσσες είναι τεκμηριωμένα ισοδύναμες με τις ομιλούμενες. Ανταποκρίνονται απόλυτα στις ιδιαίτερες επικοινωνιακές ανάγκες του ανήκοου παιδιού. Κι αυτό το βλέπουμε σε όλη του την έκταση στις λίγες εκείνες περιπτώσεις, όπου και οι γονείς και το παιδί δεν ακούνε. Η γλωσσική ανάπτυξη ξεκινάει και προχωράει αβίαστα και αυθόρμητα μέσα από μία νοηματική γλώσσα.
Μόλις οι γονείς ολοκληρώσουν αυτό το βήμα, έχουν ήδη κατορθώσει τα περισσότερα σχετικά με την στήριξη του παιδιού τους. Μπορούν ακόμα – για να εξασφαλίσουν όσο το δυνατόν πληρέστερη επικοινωνιακή ικανότητα στο παιδί τους – να αναζητήσουν και άλλες οικογένειες με ανήκοα παιδιά, ώστε τα παιδιά να συναντιώνται τακτικά και να αλληλεπιδρούν παίζοντας και μαθαίνοντας, καλλιεργώντας αβίαστα την φυσιολογική τους ψυχοσυναισθηματική και διανοητική ανάπτυξη.
Μέσα από αυτή την επιτυχημένη επικοινωνιακή διαδικασία οι γονείς προετοιμάζουν το παιδί τους να ενταχθεί αβίαστα στην κοινότητα των ανηκόων. Η κοινότητα αυτή είναι μία διαφοροποιημένη γλωσσική κοινότητα, όπου μέσα της διαμορφώνονται και προάγονται ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Είναι πολύ σημαντική η συστηματική επαφή του ανήκοου παιδιού με επιλεγμένους ανήκοους ενήλικες.
Σε επόμενη φάση έρχεται και το μεγάλο ζήτημα της σχολικής εκπαίδευσης. Υπάρχουν τα ειδικά σχολεία, νηπιαγωγεία και δημοτικά, ακόμα και γυμνάσια και λύκεια και τεχνικά επαγγελματικά σχολεία για ανήκοα παιδιά. Υπάρχουν και τάξεις ένταξης σε γενικά σχολεία, ακόμα και τάξεις παράλληλης στήριξης. Όλες αυτές οι σχολικές μονάδες είναι εξοπλισμένες με κατάλληλα καταρτισμένο εκπαιδευτικό προσωπικό και υποστηρικτικές ψυχολογικές και κοινωνικές υπηρεσίες.
Οι γονείς μπορούν να απευθυνθούν σε κάποιο Κέντρο Διάγνωσης, Διαφοροδιάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ) του Υπουργείου Παιδείας, όπου θα γίνει σχολαστική αξιολόγηση του παιδιού με σκοπό να ανευρεθεί η καταλληλότερη σχολική δομή για το συγκεκριμένο παιδί.
Κατά την σχολική του πορεία το παιδί έρχεται σε επαφή με την γλώσσα του ευρυτέρου κοινωνικού του περιβάλλοντος και μαθαίνει βαθμιαία να επικοινωνεί και να εντάσσεται, διευρύνοντας τον ορίζοντα των δεξιοτήτων και των γνώσεών του. Αυτό τό καταφέρνουμε με την δίγλωσση εκπαίδευση, ξεκινώντας από την ελληνική νοηματική γλώσσα και προχωρώντας στα ελληνικά. Σε ορισμένα – ιδιαίτερα ευφυή – ανήκοα παιδιά η πρώτη επαφή με τα ελληνικά μπορεί να επιτευχθεί κιόλας πριν από την είσοδό τους στο σχολείο.
Έτσι το ανήκοο παιδί μεγαλώνει αβίαστα και φυσιολογικά, γίνεται έφηβο και ενηλικιώνεται, έχοντας την πλήρη επίγνωσ η του ότι ανήκει σε δύο γλωσσικούς κόσμους και σε δύο κοινότητες. Γίνεται ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Καμάρι κι ευτυχία των γονιών!
Χρήσιμες συνδέσεις για πληροφόρηση:
- http://www.minedu.gov.gr (Υπουργείο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης & Θρησκευμάτων, όπου υπάρχουν πλήρεις κατάλογοι των διευθύνσεων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε όλη την χώρα)
- http://www.pi-schools.gr/special_education_new/index_gr.htm (Τμήμα Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, όπου υπάρχουν πλήρεις κατάλογοι όλων των ΚΕΔΔΥ, των σχολείων και λοιπών φορέων για την εκπαιδευτική στήριξη των ανηκόων παιδιών)
- http://www.omke.gr (Ομοσπονδία Κωφών Ελλάδος, όπου υπάρχουν κατάλογοι των σωματείων ανηκόων και διάφορες άλλες χρήσιμες συνδέσεις)
- http://www.anthropos.gr (Ελληνικό Κέντρο Προώθησης του Εθελοντισμού, όπου υπάρχουν πλήρεις κατάλογοι των μη κυβερνητικών οργανώσεων, μεταξύ αυτών και πολλών που προωθούν τα δικαιώματα και την ποιότητα ζωής ατόμων με ανηκοΐα)